ἀκάμας: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]]. | |btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰκᾰμας</b> <br /> <b>1</b> unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω)
A untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.
English (Slater)
ᾰκᾰμας
1 unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.