ἵππαιχμος: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἵππαιχμος''': -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος [[πολεμιστής]], Πινδ. Ν. 1. 25. | |lstext='''ἵππαιχμος''': -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος [[πολεμιστής]], Πινδ. Ν. 1. 25. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἵππαιχμος]] <br /> <b>1</b> of [[armed]] horsemen ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.
German (Pape)
[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.
English (Slater)
ἵππαιχμος
1 of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)