ἐκπαθής: Difference between revisions
(6_7) |
(big3_14test) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπᾰθής''': -ές, ([[πάθος]]) [[λίαν]] [[ἐμπαθής]], [[μανιώδης]] ἐκ τοῦ πάθους, [[παράφορος]] ἐκ πάθους, Πολύβ. 16. 23, 5, κτλ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 7, 8· ἐκπ. [[πρός]] τι, ἔχων [[πάθος]] [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 1. 1, 6, κτλ.: - Ἐπίρρ. -θῶς Ἀθήν. 443D. II. «ἐκτὸς πάθους, ὑγιής» Σουΐδ. | |lstext='''ἐκπᾰθής''': -ές, ([[πάθος]]) [[λίαν]] [[ἐμπαθής]], [[μανιώδης]] ἐκ τοῦ πάθους, [[παράφορος]] ἐκ πάθους, Πολύβ. 16. 23, 5, κτλ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 7, 8· ἐκπ. [[πρός]] τι, ἔχων [[πάθος]] [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 1. 1, 6, κτλ.: - Ἐπίρρ. -θῶς Ἀθήν. 443D. II. «ἐκτὸς πάθους, ὑγιής» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[emocionado]], [[apasionado]] ἐκπαθεῖς ἐγίνοντο κατὰ ... τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν mostraban su entusiasmo en la acción de gracias a los dioses</i> Plb.16.23.5, ἐκπαθεῖς ὄντες ἐπὶ ... τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Plb.1.7.8, ἐ. πρός τι τῶν ... θεαμάτων Plb.1.1.6<br /><b class="num">•</b>[[conmovido]], [[conmocionado]] [[Ἀλεξάνδρα]] ... ἐ. ἦν συνέσει τῆς ἀπωλείας I.<i>AI</i> 15.58.<br /><b class="num">2</b> [[indemne]] Sud.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[apasionadamente]] ἀπολαύειν Teles p.35, ἀναβοῆσαι I.<i>BI</i> 2.472, μεταλαμβάνειν (τοῦ οἴνου) Ath.443d, φράζειν Porph.<i>Plot</i>.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 21 August 2017
English (LSJ)
ές
A, (πάθος) passionate, furious, Plb.16.23.5, J.AJ15.3.4, etc. ; ἐπί τινι Plb.1.7.8 ; ἐ. πρός τι passionately eager for a thing, Id.1.1.6, etc. Adv. -θῶς Telesp.35 H., J.BJ2.18.4. II out of harm, unhurt, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 771] ές, 1) außer sich vor Leidenschaft, sehr leidenschaftlich, ὑπὸ ἡδονῆς, vor Freude außer sich, Alciphr. 2, 4; κατὰ τὴν εὔνοιαν Pol. 16, 23, 5; πρός τι, 1, 1, 6. 4, 58, 6, begierig nach Etwas; aber ἐκπαθὴς πρὸς τὸν κίνδυνον, πρὸς τὸ μέλλον, sehr bekümmert um, Plut. Pyrrh. 34 Brut. 15. – 2) leidlos, unverletzt, Suid. – Adv. ἐκπαθῶς, unmäßig, Ath. X, 443 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπᾰθής: -ές, (πάθος) λίαν ἐμπαθής, μανιώδης ἐκ τοῦ πάθους, παράφορος ἐκ πάθους, Πολύβ. 16. 23, 5, κτλ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 7, 8· ἐκπ. πρός τι, ἔχων πάθος πρός τι, ὁ αὐτ. 1. 1, 6, κτλ.: - Ἐπίρρ. -θῶς Ἀθήν. 443D. II. «ἐκτὸς πάθους, ὑγιής» Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ές
I 1emocionado, apasionado ἐκπαθεῖς ἐγίνοντο κατὰ ... τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν mostraban su entusiasmo en la acción de gracias a los dioses Plb.16.23.5, ἐκπαθεῖς ὄντες ἐπὶ ... τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Plb.1.7.8, ἐ. πρός τι τῶν ... θεαμάτων Plb.1.1.6
•conmovido, conmocionado Ἀλεξάνδρα ... ἐ. ἦν συνέσει τῆς ἀπωλείας I.AI 15.58.
2 indemne Sud.
II adv. -ῶς apasionadamente ἀπολαύειν Teles p.35, ἀναβοῆσαι I.BI 2.472, μεταλαμβάνειν (τοῦ οἴνου) Ath.443d, φράζειν Porph.Plot.14.