ἀγωνιάω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(Bailly1_1)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγωνιάσω, <i>ao.</i> ἠγωνίασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> lutter, rivaliser;<br /><b>2</b> s’agiter, s’inquiéter, craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνία]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγωνιάσω, <i>ao.</i> ἠγωνίασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> lutter, rivaliser;<br /><b>2</b> s’agiter, s’inquiéter, craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνία]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[competir]], [[luchar]] πρὸς [[ἀλλήλους]] Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte</i>, <i>IBeroeae</i> 69.10 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>intr. [[estar preocupado, angustiado]] ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.<i>Ly</i>.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.<i>Prt</i>.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante</i> Arist.<i>Pr</i>.869<sup>b</sup>8, μὴ [[ἀγωνία]] no sufras</i>, <i>A.Al</i>.11B.1.14, cf. Men.<i>Her</i>.2, <i>PPetr</i>.2.11.1.8 (III a.C.), <i>SB</i> 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως <i>Eu.Petr</i>.1.45, οὐ μετρίως ἀ. <i>PGiss</i>.17.5, 12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor</i> Arist.<i>Rh</i>.1367<sup>a</sup>16, [[Βροῦτος]] ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.<i>Caes</i>.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν <i>IKyme</i> 13.84 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[temer]] c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον LXX <i>Da</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, [[εἰπεῖν]] Origenes <i>Dial</i>.15.7<br /><b class="num">•</b>c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos</i> Plb.3.9.2<br /><b class="num">•</b>c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.20.
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωνιάω Medium diacritics: ἀγωνιάω Low diacritics: αγωνιάω Capitals: ΑΓΩΝΙΑΩ
Transliteration A: agōniáō Transliteration B: agōniaō Transliteration C: agoniao Beta Code: a)gwnia/w

English (LSJ)

inf.

   A -ιᾶν Pl.Prt.333e, part. -ιῶν Id.Chrm.162c, Isoc.4.91: impf.ἠγωνίων Plb.1.10.6, etc.: fut.-άσω [ᾱ] Porph.Abst.1.54: aor. ἠγωνίᾱσα Timocl.22.5, Phld.Oec.p.41 J., D.S. 14.60: pf. ἠγωνίᾱκα (ὑπερ-) [D.]61.28:—contend eagerly, struggle, D.21.61; πρὸς ἀλλήλους Isoc.l.c.    II to be distressed or anxious, be in an agony, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Id.Ly.210e, cf. Arist.Pr.869b8, Men.Her.2, PPetr.3p.151; περί τινος Arist.Rh.1367a15: c.acc., Plb.1.20.6, al.; ἐπί τινι Plu.Caes.46; ἀ. μή . . Plb.3.9.2, etc.; ἀ. εἴ τι πείσεται Nic.Dam.Vit. Caes.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωνιάω: ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ ἀγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι μετὰ προθυμίας, παλαίω, προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ ἀνήσυχος, εἶμαι ἐν ἀγωνία, τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· περί τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀγωνιάσω, ao. ἠγωνίασα, pf. inus.
1 lutter, rivaliser;
2 s’agiter, s’inquiéter, craindre.
Étymologie: ἀγωνία.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I competir, luchar πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte, IBeroeae 69.10 (III d.C.).
II 1intr. estar preocupado, angustiado ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.Ly.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante Arist.Pr.869b8, μὴ ἀγωνία no sufras, A.Al.11B.1.14, cf. Men.Her.2, PPetr.2.11.1.8 (III a.C.), SB 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως Eu.Petr.1.45, οὐ μετρίως ἀ. PGiss.17.5, 12 (II d.C.)
c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor Arist.Rh.1367a16, Βροῦτος ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.Caes.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν IKyme 13.84 (II a.C.).
2 temer c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον LXX Da.1.10
c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, εἰπεῖν Origenes Dial.15.7
c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos Plb.3.9.2
c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.Vit.Caes.20.