ἀποβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_11) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ [[μάλιστα]] τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ [[ἀμυγδαλῆ]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3. | |lstext='''ἀποβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ [[μάλιστα]] τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ [[ἀμυγδαλῆ]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[caduco]], [[que cae facilmente]]de ciertos frutos, Thphr.<i>CP</i> 2.9.3.<br /><b class="num">2</b> gram. sent. act. [[sustitutivo]] τὸ ᾱ ἀποβλητικόν ἐστι τοῦ ν̅, οἷον Ξέρξην Ξέρξεα Choerob.<i>in Theod</i>.310.30 por falsa interpretación de un fenómeno morfológico. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A apt to throw off, καρπῶν Thphr.CP2.9.3.
German (Pape)
[Seite 297] zum Wegwerfen, Verlieren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ μάλιστα τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ ἀμυγδαλῆ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 caduco, que cae facilmentede ciertos frutos, Thphr.CP 2.9.3.
2 gram. sent. act. sustitutivo τὸ ᾱ ἀποβλητικόν ἐστι τοῦ ν̅, οἷον Ξέρξην Ξέρξεα Choerob.in Theod.310.30 por falsa interpretación de un fenómeno morfológico.