ἀπόλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_5)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.
|lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[piel]] del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεμμα Medium diacritics: ἀπόλεμμα Low diacritics: απόλεμμα Capitals: ΑΠΟΛΕΜΜΑ
Transliteration A: apólemma Transliteration B: apolemma Transliteration C: apolemma Beta Code: a)po/lemma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπολέπω)

   A skin, D.C.68.32.

German (Pape)

[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.