ἁλιεργής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_7) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιεργής''': -ές, ὁ ἐργαζόμενος εν τῇ θαλάσσῃ, ἁλιεύων, Ὀππ. Ἁλ. 4.635, [[ὡσαύτως]] ἁλιεργός, όν, Νόνν. Δ. 40, 306. ΙΙ. [[ἁλουργής]], [[πορφυροῦς]], Ἐτυμ. Μ. | |lstext='''ἁλιεργής''': -ές, ὁ ἐργαζόμενος εν τῇ θαλάσσῃ, ἁλιεύων, Ὀππ. Ἁλ. 4.635, [[ὡσαύτως]] ἁλιεργός, όν, Νόνν. Δ. 40, 306. ΙΙ. [[ἁλουργής]], [[πορφυροῦς]], Ἐτυμ. Μ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que trabaja en el mar]] Opp.<i>H</i>.4.635, cf. ἁλιεργέα· ἐν θαλάσσῃ εἰργασμένα <i>EM</i> α 844.<br /><b class="num">2</b> ἁλιεργέα· ποργυροεργῆ <i>EM</i> α 844. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A working in sea, fishing, Opp.H.4.635:— also ἁλι-εργός, όν, Nonn.D.40.306. II = ἁλουργής, purple, EM63.45.
German (Pape)
[Seite 96] ές, im Meere arbeitend, von Fischern, Opp. H. 4, 635; nach E. M. = ἁλουργής, purpurn.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιεργής: -ές, ὁ ἐργαζόμενος εν τῇ θαλάσσῃ, ἁλιεύων, Ὀππ. Ἁλ. 4.635, ὡσαύτως ἁλιεργός, όν, Νόνν. Δ. 40, 306. ΙΙ. ἁλουργής, πορφυροῦς, Ἐτυμ. Μ.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que trabaja en el mar Opp.H.4.635, cf. ἁλιεργέα· ἐν θαλάσσῃ εἰργασμένα EM α 844.
2 ἁλιεργέα· ποργυροεργῆ EM α 844.