δυσγράμματος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσγράμματος''': -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ [[τοὔνομα]] καὶ δυσγράμματον [[μᾶλλον]] Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. [[ἀγράμματος]] ἢ ὀλιγογράμματος, [[ἀπαίδευτος]], Φιλόστρ. 558. | |lstext='''δυσγράμματος''': -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ [[τοὔνομα]] καὶ δυσγράμματον [[μᾶλλον]] Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. [[ἀγράμματος]] ἢ ὀλιγογράμματος, [[ἀπαίδευτος]], Φιλόστρ. 558. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de escribir]] τοὔνομα Aristid.<i>Or</i>.36.109.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[iletrado]], [[analfabeto]] Philostr.<i>VS</i> 558. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to write, Aristid.2.360 J. II unlearned, Philostr.VS2.1.10.
German (Pape)
[Seite 677] 1) schwer zu schreiben, Aristid. – 2) ungelehrig, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγράμματος: -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ τοὔνομα καὶ δυσγράμματον μᾶλλον Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. ἀγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος, ἀπαίδευτος, Φιλόστρ. 558.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de escribir τοὔνομα Aristid.Or.36.109.
2 de pers. iletrado, analfabeto Philostr.VS 558.