ἀποστρακόομαι: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_20) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστρακόομαι''': παθ. [[γίνομαι]] σκληρὸς ὡς [[ὄστρακον]], ἐπὶ πάσχοντος ἀπεξηραμμένου ὀστοῦ μὴ τρεφομένου πλέον ὑπὸ τοῦ αἵματος, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910. | |lstext='''ἀποστρακόομαι''': παθ. [[γίνομαι]] σκληρὸς ὡς [[ὄστρακον]], ἐπὶ πάσχοντος ἀπεξηραμμένου ὀστοῦ μὴ τρεφομένου πλέον ὑπὸ τοῦ αἵματος, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=medic. [[fosilizarse]], [[endurecerse]] un hueso por desecación, Hp.<i>VC</i> 16, ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακον Dsc.2.4, de unas llagas, <i>Hippiatr</i>.25<br /><b class="num">•</b>[[osificarse]] ὅταν τὸ καλούμενον [[βρέγμα]] ἀποστρακωθῇ Phlp.<i>in GA</i> 113.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
A become dry like a potsherd, Hp.VC16, Dsc.2.4, Hippiatr.25; to be ossified, Phlp.in GA113.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστρακόομαι: παθ. γίνομαι σκληρὸς ὡς ὄστρακον, ἐπὶ πάσχοντος ἀπεξηραμμένου ὀστοῦ μὴ τρεφομένου πλέον ὑπὸ τοῦ αἵματος, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910.
Spanish (DGE)
medic. fosilizarse, endurecerse un hueso por desecación, Hp.VC 16, ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακον Dsc.2.4, de unas llagas, Hippiatr.25
•osificarse ὅταν τὸ καλούμενον βρέγμα ἀποστρακωθῇ Phlp.in GA 113.1.