ἀνθρωπέη: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_20)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπέη''': συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. [[ἐσφαλμένως]] ἀνθρωπηΐη) [[Πολυδ]]. Β΄, 5.
|lstext='''ἀνθρωπέη''': συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. [[ἐσφαλμένως]] ἀνθρωπηΐη) [[Πολυδ]]. Β΄, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5<br />[[piel de hombre]] Hdt.5.25, Poll.l.c.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπέη Medium diacritics: ἀνθρωπέη Low diacritics: ανθρωπέη Capitals: ΑΝΘΡΩΠΕΗ
Transliteration A: anthrōpéē Transliteration B: anthrōpeē Transliteration C: anthropei Beta Code: a)nqrwpe/h

English (LSJ)

contr. ἀνθρω-πῆ (sc. δορά), ἡ,

   A man's skin, like ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, etc., Hdt.5.25 codd., Poll.2.5.

German (Pape)

[Seite 234] zsgz. ἀνθρωπῆ,ἡ, sc. δορά, die Menschenhaut, Poll. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπέη: συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. δορά), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. ἐσφαλμένως ἀνθρωπηΐη) Πολυδ. Β΄, 5.

Spanish (DGE)

-ης

• Alolema(s): contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5
piel de hombre Hdt.5.25, Poll.l.c.