ἀποθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(Bailly1_1)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποθοροῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπέθορον;<br /><b>1</b> s’élancer hors de, gén.;<br /><b>2</b> s’élancer du haut de.<br />'''Étymologie:''' [[θρῴσκω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποθοροῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπέθορον;<br /><b>1</b> s’élancer hors de, gén.;<br /><b>2</b> s’élancer du haut de.<br />'''Étymologie:''' [[θρῴσκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀπέθορον <i>Il</i>.2.702]<br /><b class="num">1</b> [[lanzarse]], [[salir despedido]] ἰοί τε ... ἀπὸ νευρῆφι θορόντες <i>Il</i>.16.773, πέτραι Hes.<i>Sc</i>.375, ἀντιτύπου ... ἀποθρῴσκει Ἔρως κραδίης Eros sale despedido de un corazón duro</i>, <i>AP</i> 9.443 (Paul.Sil.), ἀποθρῴσκοντα λοχείης υἱέα al hijo que salía a luz del parto</i> Nonn.<i>D</i>.38.146<br /><b class="num">•</b>[[elevarse]] καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης <i>Od</i>.1.58.<br /><b class="num">2</b> [[saltar]] νηός <i>Il</i>.2.702, c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῶν ἵππων Hdt.1.80, cf. 3.129, abs. Hdt.7.182, Opp.<i>H</i>.1.206.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρῴσκω Medium diacritics: ἀποθρῴσκω Low diacritics: αποθρώσκω Capitals: ΑΠΟΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: apothrṓiskō Transliteration B: apothrōskō Transliteration C: apothrosko Beta Code: a)poqrw/|skw

English (LSJ)

aor. ἀπέθορον,

   A leap off from, νηός Il.2.702; ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός, Hdt.1.80, 7.182; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773: abs., spring away, Opp.H.1.206.    2 leap up from, rise from, καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.    3 rebound from, ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. AP9.443 (Paul. Sil.).    4 break off, of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς Hes.Sc.375.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρῴσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἀπέθορον: ― πηδῶ ἐξω ἢ πηδῶ κάτω ἀπό τινος, νηὸς ἀποθρῴσκοντα Ἰλ. Β. 702· ἀποθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Ἡρόδ. 1. 80· ἀποθορόντες [τῆς νηὸς] 7. 182· ἐπὶ βελῶν, ἐν τμήσει, ἀπὸ νευρῆφι θορόντες, «ἐκπηδῶντες» (Γαζῆς), Ἰλ. Π. 773. ΙΙ. ἀναπηδῶ ἐκ τινος, ἀνέρχομαι, ἱέμενος κὰι καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Ὀδ. Α. 58· ἔρως κραδίης ἀπ. Ἀνθ. Π. 9. 443 2) ἀποσπῶμαι καὶ κατακρημνίζομαι, ἐπὶ πετρῶν (βράχων) κατακυλιομένων ἐξ ἀποτόμων ὀρέων, ὡς δ’ ὅτ’ ἀφ’ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο πέτραι ἀποθρῴσκωσιν, ἐπ’ ἀλλήλαις δὲ πέσωσι… εἵως πεδίονδ’ ἀφίκωνται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 375.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποθοροῦμαι, ao.2 ἀπέθορον;
1 s’élancer hors de, gén.;
2 s’élancer du haut de.
Étymologie: θρῴσκω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπέθορον Il.2.702]
1 lanzarse, salir despedido ἰοί τε ... ἀπὸ νευρῆφι θορόντες Il.16.773, πέτραι Hes.Sc.375, ἀντιτύπου ... ἀποθρῴσκει Ἔρως κραδίης Eros sale despedido de un corazón duro, AP 9.443 (Paul.Sil.), ἀποθρῴσκοντα λοχείης υἱέα al hijo que salía a luz del parto Nonn.D.38.146
elevarse καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.
2 saltar νηός Il.2.702, c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῶν ἵππων Hdt.1.80, cf. 3.129, abs. Hdt.7.182, Opp.H.1.206.