ἀμισής: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />non odieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῖσος]]. | |btext=ής, ές :<br />non odieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῖσος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμῑσής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[no odioso]], [[agradable]] ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.<i>Eq</i>.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto</i> Ph.2.70.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]] ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.
German (Pape)
[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non odieux.
Étymologie: ἀ, μῖσος.
Spanish (DGE)
(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
•subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. -ῶς agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.