εἰδικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />spécifique.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | |btext=ή, όν :<br />spécifique.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num">•</b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. κοινός: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num">•</b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num">•</b>[[por especies]] op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132<br /><b class="num">•</b>[[en cuanto a la especie]] πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (εἶδος)
A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. -κῶς specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75. II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. -κῶς specially, CIG 2222.15 (Chios). III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.
German (Pape)
[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.Synt.230.11, 20, Plot.5.7.1
I 1específico, perteneciente a la especie, de naturaleza específica frec. op. γενικός ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.P.1.188, ἀρεταί Chrysipp.Stoic.3.19, Phld.D.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.Febr.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.fr.2, αἰσθήσεις Placit.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.in Cat.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2
•neutr. subst. τό εἰ. especie op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico, infima species Diog.Bab.Stoic.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.Au.102d
•gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.Synt.230.11, Phlp.in Mete.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.Synt.230.20
•neutr. subst. τὸ εἰ. término específico τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico S.E.M.7.50.
2 formal op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.Febr.25.9, cf. 13, Olymp.in Mete.302.28, in Alc.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales Plot.l.c., cf. Phlp.in GC 53.9.
3 especial op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, ἀντίρρησις ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial S.E.M.1.39, op. κοινός: ὁ ἄνθρωπος ὁ κοινός τε καὶ εἰδικός Porph.Intr.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.in Mete.4.27
•fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos, Dam.Pr.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.Pr.87.
II adv. -ῶς específicamente περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ... Chrysipp.Stoic.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.P.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως RDGE 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7
•por especies op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132
•en cuanto a la especie πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.