ἐνιδρόω: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
(Bailly1_2) |
(big3_15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />suer <i>ou</i> se fatiguer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἱδρόω]]. | |btext=-ῶ :<br />suer <i>ou</i> se fatiguer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἱδρόω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[sudar]] τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.<i>Smp</i>.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en <i>Rh</i>.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
A sweat in, labour hard in, X.Smp.2.18.
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἱδρόω), darin schwitzen, sich worin anstrengen, Xen. Symp. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιδρόω: ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suer ou se fatiguer à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἱδρόω.
Spanish (DGE)
sudar τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.Smp.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en Rh.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.