ἐνυπνιάζω: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_19) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνυπνιάζω''': ὀνειρεύομαι, τοῦ αἰσθητικοῦ... ἔστι τὸ ἐνυπνιάζειν Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 9· συμβαίνει... τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν περὶ Ὕπνου 1, 1· ἔτι δ’ ἐνυπνιάζειν φαίνονται οὐ μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ἵπποι καὶ κύνες, κτλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2 κ. ἀλλ.: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 9, κτλ.: παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28): ἀόρ. -ασάμην καὶ -άσθην (Γεν. ΛΖ΄, 5. 6, 8). 2) = ὀνειρώττω, [[ἀκολουθία]] εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα Εὐχολόγ. σ. 892, κτλ. | |lstext='''ἐνυπνιάζω''': ὀνειρεύομαι, τοῦ αἰσθητικοῦ... ἔστι τὸ ἐνυπνιάζειν Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 9· συμβαίνει... τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν περὶ Ὕπνου 1, 1· ἔτι δ’ ἐνυπνιάζειν φαίνονται οὐ μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ἵπποι καὶ κύνες, κτλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2 κ. ἀλλ.: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 9, κτλ.: παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28): ἀόρ. -ασάμην καὶ -άσθην (Γεν. ΛΖ΄, 5. 6, 8). 2) = ὀνειρώττω, [[ἀκολουθία]] εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα Εὐχολόγ. σ. 892, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr. en v. act. y más frec. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[soñar]], [[tener sueños]] mientras se duerme συμβαίνει μὲν ἀεὶ τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν Arist.<i>Somn.Vig</i>.453<sup>b</sup>19, ἐνυπνιάζει δὲ τῶν ζῴων μάλιστα [[ἄνθρωπος]] Arist.<i>HA</i> 537<sup>b</sup>13, cf. <i>Insomn</i>.459<sup>a</sup>21, Plu.<i>Cat.Ma</i>.23, Pall.<i>H.Laus</i>.19.6, c. ac. adverb. ἐνυπνιάζουσι τεταραγμένα τε καὶ θορυβώδεα tienen sueños agitados y turbulentos</i> Hp.<i>VM</i> 10, c. ac. int. αἰσίους ὀνείρους ... ἐνυπνιασθήσονται Lyd.<i>Ost</i>.33, ἐνυπνιαζόμενον δῆλον μὲν γίνεται (τὸ παιδίον) Arist.<i>HA</i> 587<sup>b</sup>10, μεθερμηνεία τοῦ ἐνυπνιάζεσθαι interpretación de los sueños</i> Zos.Alch.118.14.<br /><b class="num">2</b> frec. en el AT [[tener visiones durante el sueño]] καὶ ἐκοιμήθη ... καὶ ἐνυπνιάσθη ref. la escala de Jacob, LXX <i>Ge</i>.28.12, c. ac. int. ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου τοῦτου, οὗ ἐνυπνιάσθην LXX <i>Ge</i>.37.6, cf. <i>De</i>.13.2, <i>Il</i>.3.1.<br /><b class="num">3</b> [[tener ensoñaciones o ensueños]] εἴτ' ἐγρήγορεν εἴτ' ἐνυπνιάζεται Plu.<i>Brut</i>.24, οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι esos visionarios</i> de los falsos profetas <i>Ep.Iud</i>.8, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.13.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[vivir de sueños]], [[hacerse la ilusión]], [[engañarse]] πρὸς ἀμείνω βίον μεταβαλεῖν καὶ μηκέτ' ἐνυπνιάζεσθαι cambiar a una vida mejor y abandonar los sueños</i> Ph.1.672.<br /><b class="num">4</b> [[tener poluciones nocturnas]] μή τις ἐξ ὑμῶν φανταζόμενος ἐνυπνιασθῇ <i>H.Mon</i>.20.1.<br /><b class="num">II</b> tr. en v. med.-pas., fig. [[soñar despierto o en duermevela]], [[desear]] ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι soñando con su cubil, deseando dormitar</i> de los malos dirigentes del pueblo judío, LXX <i>Is</i>.56.10, c. inf. ἐνυπνιάσθητε κτίσμα λέγειν τὸ Πνεῦμα τὸ [[ἅγιον]] soñasteis decir que el Espíritu Santo fue creado</i> Ath.Al.M.26.600A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
A dream, Arist.Insomn.459a21, Somn.Vig.453b19, HA 537b13, al.:—in Med. and Pass. c. acc., ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Hp. VM10, cf. Arist.HA587b10, Ph.1.672, Plu.Cat.Ma.23: so in fut. Pass.-ασθήσομαι LXXJl.3.1, Lyd.Ost.33: aor. Med. -ασάμην LXXJd. 7.13, Pass.-άσθην ib.Ge.37.5,6,10.
German (Pape)
[Seite 860] träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπνιάζω: ὀνειρεύομαι, τοῦ αἰσθητικοῦ... ἔστι τὸ ἐνυπνιάζειν Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 9· συμβαίνει... τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν περὶ Ὕπνου 1, 1· ἔτι δ’ ἐνυπνιάζειν φαίνονται οὐ μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ἵπποι καὶ κύνες, κτλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2 κ. ἀλλ.: ― ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 9, κτλ.: παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28): ἀόρ. -ασάμην καὶ -άσθην (Γεν. ΛΖ΄, 5. 6, 8). 2) = ὀνειρώττω, ἀκολουθία εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα Εὐχολόγ. σ. 892, κτλ.
Spanish (DGE)
I intr. en v. act. y más frec. en v. med.-pas.
1 soñar, tener sueños mientras se duerme συμβαίνει μὲν ἀεὶ τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν Arist.Somn.Vig.453b19, ἐνυπνιάζει δὲ τῶν ζῴων μάλιστα ἄνθρωπος Arist.HA 537b13, cf. Insomn.459a21, Plu.Cat.Ma.23, Pall.H.Laus.19.6, c. ac. adverb. ἐνυπνιάζουσι τεταραγμένα τε καὶ θορυβώδεα tienen sueños agitados y turbulentos Hp.VM 10, c. ac. int. αἰσίους ὀνείρους ... ἐνυπνιασθήσονται Lyd.Ost.33, ἐνυπνιαζόμενον δῆλον μὲν γίνεται (τὸ παιδίον) Arist.HA 587b10, μεθερμηνεία τοῦ ἐνυπνιάζεσθαι interpretación de los sueños Zos.Alch.118.14.
2 frec. en el AT tener visiones durante el sueño καὶ ἐκοιμήθη ... καὶ ἐνυπνιάσθη ref. la escala de Jacob, LXX Ge.28.12, c. ac. int. ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου τοῦτου, οὗ ἐνυπνιάσθην LXX Ge.37.6, cf. De.13.2, Il.3.1.
3 tener ensoñaciones o ensueños εἴτ' ἐγρήγορεν εἴτ' ἐνυπνιάζεται Plu.Brut.24, οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι esos visionarios de los falsos profetas Ep.Iud.8, cf. Epiph.Const.Haer.26.13.5
•fig. vivir de sueños, hacerse la ilusión, engañarse πρὸς ἀμείνω βίον μεταβαλεῖν καὶ μηκέτ' ἐνυπνιάζεσθαι cambiar a una vida mejor y abandonar los sueños Ph.1.672.
4 tener poluciones nocturnas μή τις ἐξ ὑμῶν φανταζόμενος ἐνυπνιασθῇ H.Mon.20.1.
II tr. en v. med.-pas., fig. soñar despierto o en duermevela, desear ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι soñando con su cubil, deseando dormitar de los malos dirigentes del pueblo judío, LXX Is.56.10, c. inf. ἐνυπνιάσθητε κτίσμα λέγειν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον soñasteis decir que el Espíritu Santo fue creado Ath.Al.M.26.600A.