ἐνήδονος: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_15) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνήδονος''': -ον, (ἡδονὴ) [[πλήρης]] ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ. | |lstext='''ἐνήδονος''': -ον, (ἡδονὴ) [[πλήρης]] ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[grato]], [[placentero]], [[que procura placer]] ἡ ἐ. ὑγρασία ref. el baño, Diad.<i>Perf</i>.52, ῥῦσαί με ἀπὸ πάσης ἐνηδόνου τρυφῆς Ephr.Syr.3.501E, ref. pensamientos <i>A.Andr.Gr</i>.49.18, νύκτες Sch.E.<i>Hec</i>.828D.<br /><b class="num">2</b> [[que denota placer o felicidad]] ὀφθαλμοὶ ἐνήδονοι Heph.Astr.1.1.191.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[placenteramente]] λαμπρῶς ἐσθίειν καὶ ἐ. <i>Cyran</i>.4.39.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A full of joy, delightful, Sch.E. Hec.828; ἐ. ὀφθαλμός 'glad eye', Heph.Astr. .1.
German (Pape)
[Seite 840] in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήδονος: -ον, (ἡδονὴ) πλήρης ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1grato, placentero, que procura placer ἡ ἐ. ὑγρασία ref. el baño, Diad.Perf.52, ῥῦσαί με ἀπὸ πάσης ἐνηδόνου τρυφῆς Ephr.Syr.3.501E, ref. pensamientos A.Andr.Gr.49.18, νύκτες Sch.E.Hec.828D.
2 que denota placer o felicidad ὀφθαλμοὶ ἐνήδονοι Heph.Astr.1.1.191.
II adv. -ως placenteramente λαμπρῶς ἐσθίειν καὶ ἐ. Cyran.4.39.5.