γεννητικός: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_10) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεννητικός''': -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6. | |lstext='''γεννητικός''': -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[generador]], [[productivo]] ὄργανα μὲν ἔχει ... πρὸς τὴν πρᾶξιν τὴν γεννητικήν Arist.<i>HA</i> 539<sup>b</sup>21, ἡ γ. ὥρα el período fértil</i> Arist.<i>Pr</i>.898<sup>b</sup>8, cf. Vett.Val.19.11, 29, τὸ γ. κλίμα Vett.Val.19.6<br /><b class="num">•</b>fil. del alma como causa y principio del cuerpo vivo [[δύναμις]] τῆς ψυχῆς θρεπτικὴ καὶ γ. Arist.<i>de An</i>.416<sup>a</sup>19, cf. Aristid.Quint.121.9, τὸ γ. μόριον ψυχικόν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.234, cf. Arist.<i>de An</i>.416<sup>b</sup>25, Plot.1.1.8<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que produce]] [[ἄλλοι]] δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 48, μόρια αἵματος γεννητικά <i>Placit</i>.1.3.5 (= Anaxag.A 46), ὁ δὲ Κνίδιος (οἶνος) αἵματος γ. Ath.32e, τὸ τούτων γ. ὕδωρ del agua que produce fertilidad en personas, cosechas, etc.</i>, I.<i>BI</i> 4.463, ἡ [[ἀκινησία]] μηδενὸς ... γ. Corn.<i>ND</i> 28, cf. Hero <i>Def</i>.136.16<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. del Padre γ. τοῦ λόγου Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1496A, cf. Hippol.<i>Haer</i>.10.13<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ πρὸς τὸν λόγον [[ἀπείθεια]] ἁμαρτίας ἐστὶ γ. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.13.101, (ἡ δεκάτη) γ. τελειότητος Gr.Naz.M.36.641C.<br /><b class="num">2</b> ref. al hombre o animal [[apto para procrear o engendrar]] ἀρχὴ κινήσεως γ. principio de movimiento apto para engendrar</i> contenido en el semen, Arist.<i>GA</i> 726<sup>b</sup>21, σπέρμα Epicur.<i>Herc</i>.908.1, ([[ἄνθρωπος]]) γ. δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά Arist.<i>HA</i> 544<sup>b</sup>26, cf. Arist.<i>de An</i>.432<sup>b</sup>24, ἡ γ. καταβολὴ τοῦ σπέρματος Clem.Al.<i>Strom</i>.3.12.83, τὰ γεννητικὰ μόρια los órganos genitales</i> Plu.2.962b, Gal.17(2).129, Pall.<i>H.Laus</i>.23.5, tb. en sg. τὸ γ. μόριον del de Príapo, D.S.1.88<br /><b class="num">•</b>tb. τὰ γεννητικὰ ὄργανα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[por vía de generación]] ἡ ὑπόστασις ... τοῦ υἱοῦ γ. Didym.<i>Trin</i>.1.35. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A generative, productive, ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA539b21; ψυχὴ γ. Id.de An.416b25: c. gen., generative or productive of... τινός Epicur.Ep.1p.11U., Arist.GA726b21, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1. 2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA544b26, de An.432b24.
German (Pape)
[Seite 483] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γεννητικός: -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1generador, productivo ὄργανα μὲν ἔχει ... πρὸς τὴν πρᾶξιν τὴν γεννητικήν Arist.HA 539b21, ἡ γ. ὥρα el período fértil Arist.Pr.898b8, cf. Vett.Val.19.11, 29, τὸ γ. κλίμα Vett.Val.19.6
•fil. del alma como causa y principio del cuerpo vivo δύναμις τῆς ψυχῆς θρεπτικὴ καὶ γ. Arist.de An.416a19, cf. Aristid.Quint.121.9, τὸ γ. μόριον ψυχικόν Chrysipp.Stoic.2.234, cf. Arist.de An.416b25, Plot.1.1.8
•c. gen. que produce ἄλλοι δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεων Epicur.Ep.[2] 48, μόρια αἵματος γεννητικά Placit.1.3.5 (= Anaxag.A 46), ὁ δὲ Κνίδιος (οἶνος) αἵματος γ. Ath.32e, τὸ τούτων γ. ὕδωρ del agua que produce fertilidad en personas, cosechas, etc., I.BI 4.463, ἡ ἀκινησία μηδενὸς ... γ. Corn.ND 28, cf. Hero Def.136.16
•en lit. crist. del Padre γ. τοῦ λόγου Leont.H.Nest.M.86.1496A, cf. Hippol.Haer.10.13
•fig. ἡ πρὸς τὸν λόγον ἀπείθεια ἁμαρτίας ἐστὶ γ. Clem.Al.Paed.1.13.101, (ἡ δεκάτη) γ. τελειότητος Gr.Naz.M.36.641C.
2 ref. al hombre o animal apto para procrear o engendrar ἀρχὴ κινήσεως γ. principio de movimiento apto para engendrar contenido en el semen, Arist.GA 726b21, σπέρμα Epicur.Herc.908.1, (ἄνθρωπος) γ. δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά Arist.HA 544b26, cf. Arist.de An.432b24, ἡ γ. καταβολὴ τοῦ σπέρματος Clem.Al.Strom.3.12.83, τὰ γεννητικὰ μόρια los órganos genitales Plu.2.962b, Gal.17(2).129, Pall.H.Laus.23.5, tb. en sg. τὸ γ. μόριον del de Príapo, D.S.1.88
•tb. τὰ γεννητικὰ ὄργανα Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
II adv. -ῶς por vía de generación ἡ ὑπόστασις ... τοῦ υἱοῦ γ. Didym.Trin.1.35.