ἀπερίσκεπτος: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />inconsidéré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περισκέπτομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />inconsidéré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περισκέπτομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no investigado]], [[no tenido en consideración]] πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.<br /><b class="num">2</b> [[que no reflexiona]], [[insensato]], [[precipitado]] [[ἐλπίς]] esperanza no basada en la reflexión</i> Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f<br /><b class="num">•</b>[[indocumentado]], [[negligente en la investigación]] ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.<i>Andr</i>.224<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[irreflexión]], [[precipitación]] τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. [[irreflexivamente]], [[sin atender a nada]] ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, ἀ. καὶ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.125.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[insensata]], [[irreflexivamente]], [[sin esperar a nada]] ἀ. εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀ. προσπεσόντες Th.6.57, ἀ. λέγειν Plu.2.87d, ἀ. πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv.-τως Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. -ότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125. II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.
German (Pape)
[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: ἀ, περισκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no investigado, no tenido en consideración πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.
2 que no reflexiona, insensato, precipitado ἐλπίς esperanza no basada en la reflexión Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f
•indocumentado, negligente en la investigación ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.Andr.224
•subst. τὸ ἀ. irreflexión, precipitación τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25
•neutr. compar. como adv. irreflexivamente, sin atender a nada ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, ἀ. καὶ ἄνευ ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.Stoic.3.125.
II adv. -ως insensata, irreflexivamente, sin esperar a nada ἀ. εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀ. προσπεσόντες Th.6.57, ἀ. λέγειν Plu.2.87d, ἀ. πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1.