διαμυκτηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_7) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμυκτηρίζω''': ἐπιτεταμ. [[μυκτηρίζω]], Διογ. Λ. 9. 113. | |lstext='''διαμυκτηρίζω''': ἐπιτεταμ. [[μυκτηρίζω]], Διογ. Λ. 9. 113. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[escarnecer]], [[burlarse de]] τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.240.35<br /><b class="num">•</b>abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for μυκτηρίζω, D.L.9.113.
German (Pape)
[Seite 591] verspotten, D. L. 9, 113.
Greek (Liddell-Scott)
διαμυκτηρίζω: ἐπιτεταμ. μυκτηρίζω, Διογ. Λ. 9. 113.
Spanish (DGE)
escarnecer, burlarse de τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.Luc.1.240.35
•abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113.