ἄνταρσις: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_8) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνταρσις''': -εως, ἡ, [[ἐξέγερσις]], [[ἐπανάστασις]], Σύμμ. Π. Δ. Βυζ.: [[ὡσαύτως]], ἀνταρσία, ἡ, Βυζ.: - ἀντάρτης, ου, [[ἐπαναστάτης]], Ἰω, Χρυσ., καὶ ἐπίθ., ἀνταρτικός, ή, όν, Βυζ. | |lstext='''ἄνταρσις''': -εως, ἡ, [[ἐξέγερσις]], [[ἐπανάστασις]], Σύμμ. Π. Δ. Βυζ.: [[ὡσαύτως]], ἀνταρσία, ἡ, Βυζ.: - ἀντάρτης, ου, [[ἐπαναστάτης]], Ἰω, Χρυσ., καὶ ἐπίθ., ἀνταρτικός, ή, όν, Βυζ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[sublevación]] Sm.<i>Is</i>.8.12, τὴν ... κατὰ τοῦ θεοῦ ἄ. Alex.Lyc.<i>Man</i>.5, cf. Gr.Nyss.M.45.173B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Sm.4 Ki.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνταρσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις, ἐπανάστασις, Σύμμ. Π. Δ. Βυζ.: ὡσαύτως, ἀνταρσία, ἡ, Βυζ.: - ἀντάρτης, ου, ἐπαναστάτης, Ἰω, Χρυσ., καὶ ἐπίθ., ἀνταρτικός, ή, όν, Βυζ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
sublevación Sm.Is.8.12, τὴν ... κατὰ τοῦ θεοῦ ἄ. Alex.Lyc.Man.5, cf. Gr.Nyss.M.45.173B.