ἀπόταυρος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_17) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόταυρος''': -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, [[ἀνόχευτος]], διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3. | |lstext='''ἀπόταυρος''': -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, [[ἀνόχευτος]], διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[no montada]] de una vaca, Arist.<i>HA</i> 595<sup>b</sup>19. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A apart from the bull, Arist.HA595b19.
German (Pape)
[Seite 329] βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόταυρος: -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, ἀνόχευτος, διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.
Spanish (DGE)
-ον no montada de una vaca, Arist.HA 595b19.