ἀπόρροος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_19)
(big3_6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόρροος''': -ον, συνηρ. -ρρους, ουν ([[ἀπορρέω]]), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ [[βραχίων]] ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν [[ἄνωθεν]] τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354.
|lstext='''ἀπόρροος''': -ον, συνηρ. -ρρους, ουν ([[ἀπορρέω]]), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ [[βραχίων]] ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν [[ἄνωθεν]] τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ους, -ουν<br /><b class="num">1</b> adj. [[chorreante]] αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον chorreante cuajada de cabras</i> Antiph.52.8.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[desagüe]], [[chorro]] κρήνης E.<i>Fr</i>.10.78P., ὕδατι <i>SEG</i> 13.521.144 (Pérgamo II a.C.)<br /><b class="num">•</b>de ríos, mar [[brazo]], [[canal]] Νείλου Aristid.<i>Or</i>.36.74, (θαλάττης) Aristid.<i>Or</i>.36.87.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρροος Medium diacritics: ἀπόρροος Low diacritics: απόρροος Capitals: ΑΠΟΡΡΟΟΣ
Transliteration A: apórroos Transliteration B: aporroos Transliteration C: aporroos Beta Code: a)po/rroos

English (LSJ)

ον, contr. ἀπό-ρρους, ουν, (ἀπορρέω)

   A streaming out of, αἰγῶν ἀ. θρόμβος Antiph.52.8.    II Subst., outflow, κρήνης E.Antiop. iv B 57 Arn.; branch of a river or sea, Νείλου Aristid.Or.36(48).74; θαλάσσης ib.87, cf. 44(17).17 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρροος: -ον, συνηρ. -ρρους, ουν (ἀπορρέω), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ βραχίων ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν ἄνωθεν τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
1 adj. chorreante αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον chorreante cuajada de cabras Antiph.52.8.
2 subst. ὁ ἀ. desagüe, chorro κρήνης E.Fr.10.78P., ὕδατι SEG 13.521.144 (Pérgamo II a.C.)
de ríos, mar brazo, canal Νείλου Aristid.Or.36.74, (θαλάττης) Aristid.Or.36.87.