ἀρθρεμβόλησις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(6_8) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρθρεμβόλησις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἐμβολή]], τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 [[ὡσαύτως]] -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai. | |lstext='''ἀρθρεμβόλησις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἐμβολή]], τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 [[ὡσαύτως]] -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ medic. [[reducción]] Apollon.Cit.1.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A setting of a limb, Apollon.Cit.1.1:—also ἀρθρεμ-βολία, ἡ, Orib.49.9.5.
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, das Einrenken eines Gliedes, Chirurg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρεμβόλησις: -εως, ἡ, ἡ ἐμβολή, τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 ὡσαύτως -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ medic. reducción Apollon.Cit.1.1.