ἀπρόσθικτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_18) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσθικτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, «[[ἄψαυστος]]» Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀπροτίμαστος]]. | |lstext='''ἀπρόσθικτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, «[[ἄψαυστος]]» Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀπροτίμαστος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no tocado]] Apollon.<i>Lex</i>.α 579, cf. Hsch.s.u. [[ἀπροτίμαστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A untouched, not to be touched, Hsch. s.v. ἀπροτίμαστος.
German (Pape)
[Seite 339] unberührt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσθικτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, «ἄψαυστος» Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπροτίμαστος.
Spanish (DGE)
-ον
no tocado Apollon.Lex.α 579, cf. Hsch.s.u. ἀπροτίμαστος.