ἀρύταινα: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(Bailly1_1) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte d’aiguière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρύω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />sorte d’aiguière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aruteana</i> Lucil.17; arytaena</i> Fest.21<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρῠ-]<br />[[cazo]] o [[caldero]] usado por los bañeros para sacar agua y verterla sobre los bañistas βαλανεὺς δ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις Ar.<i>Fr</i>.450, τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Antiph.25.3, cf. Thphr.<i>Char</i>.9.8, <i>PEnteux</i>.82re.3 (III a.C.), Crates Gr.<i>Fr</i>.67a, Lucil.l.c., Gal.3.553, Phryn.<i>PS</i> 33.15, Fest.l.c., Eust.1216.63, tb. usado para otros fines, para vino ἀπληστοίνους τ' ἀρύταινας Timo <i>SHell</i>.778, ἀ. δέ, χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ [[ἔλαιον]] ἐγχέουσιν εἰς τοὺς λύχνους Sch.Ar.<i>Eq</i>.1091, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν Ar.<i>Eq</i>.1091. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρῠ], ης, ἡ, fem. of ἀρυτήρ, Ar.Eq.1092, Antiph.25.3, Thphr.Char.9.8, PMagd.33.3 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν σκεῦος ᾡ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρύταινα: [ῠ], ης, ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ ἀρυτήρ, εἶδος ἐλαιοδοχείου, ἀλλ’ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν, «χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1091· λεκάνιον ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν τοῖς βαλανείοις ὡς νῦν τὸ «τάσι» πρὸς ἐπίχυσιν ὕδατος, κατασκεδῶ, νὴ τὴν φίλην Δήμητρα... ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· δεινὸς δὲ καὶ πρὸς τὰ χαλκεῖα τὰ ἐν τῷ βαλανείῳ προσελθὼν καὶ βάψας ἀρύταιναν, βοῶντος τοῦ βαλανέως, αὐτὸς αὐτοῦ καταχέασθαι Θεοφρ. Χαρ. 9· ἴδε καὶ Α. Β. 20, 22: πρβλ. ἀρύβαλλος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte d’aiguière.
Étymologie: ἀρύω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. aruteana Lucil.17; arytaena Fest.21
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
cazo o caldero usado por los bañeros para sacar agua y verterla sobre los bañistas βαλανεὺς δ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις Ar.Fr.450, τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Antiph.25.3, cf. Thphr.Char.9.8, PEnteux.82re.3 (III a.C.), Crates Gr.Fr.67a, Lucil.l.c., Gal.3.553, Phryn.PS 33.15, Fest.l.c., Eust.1216.63, tb. usado para otros fines, para vino ἀπληστοίνους τ' ἀρύταινας Timo SHell.778, ἀ. δέ, χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς τοὺς λύχνους Sch.Ar.Eq.1091, Sud.
•fig. ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν Ar.Eq.1091.