ἀσφαλτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_19)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφαλτίτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, [[ἀσφαλτώδης]], καιομένης, ὡς [[εἰκός]], τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· [[λίμνη]] Ἀσφαλτῖτις, ἡ [[Νεκρὰ]] [[θάλασσα]], Διόδ. 19, 98.
|lstext='''ἀσφαλτίτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, [[ἀσφαλτώδης]], καιομένης, ὡς [[εἰκός]], τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· [[λίμνη]] Ἀσφαλτῖτις, ἡ [[Νεκρὰ]] [[θάλασσα]], Διόδ. 19, 98.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[la que no resbala o no falla]] n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. [[ἀσφαλτίας]].<br /><b class="num">2</b> bot. [[higueruela]], [[trébol hediondo]], [[Psoralea bituminosa L.]] πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτίτης Medium diacritics: ἀσφαλτίτης Low diacritics: ασφαλτίτης Capitals: ΑΣΦΑΛΤΙΤΗΣ
Transliteration A: asphaltítēs Transliteration B: asphaltitēs Transliteration C: asfaltitis Beta Code: a)sfalti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. ἀσφαλ-ῖτις, ιδος,

   A bituminous, βῶλος Str.7.5.8; λίμνη Ἀ. the Dead Sea, D.S.19.98, cf. J.BJ1.33.5; πόα, = ἀσφάλτιον, Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84.    II v. ἀσφαλτίας.

German (Pape)

[Seite 381] erdharzig, asphaltisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, ἀσφαλτώδης, καιομένης, ὡς εἰκός, τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· λίμνη Ἀσφαλτῖτις, ἡ Νεκρὰ θάλασσα, Διόδ. 19, 98.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 anat. la que no resbala o no falla n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. ἀσφαλτίας.
2 bot. higueruela, trébol hediondo, Psoralea bituminosa L. πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.