βραδυτόκος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_17) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰδυτόκος''': -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - [[ὁπόθεν]] –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795. | |lstext='''βρᾰδυτόκος''': -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - [[ὁπόθεν]] –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[de gestación lenta]] βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.<i>Pr</i>.891<sup>b</sup>28. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A slow in bringing to birth, Arist.Pr.891b28 (Comp.). -χρόνιος, ον, late, Sch.Il.2.325.
German (Pape)
[Seite 461] langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυτόκος: -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - ὁπόθεν –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795.
Spanish (DGE)
-ον
de gestación lenta βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.Pr.891b28.