γαμικός: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(Bailly1_1)
(big3_9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.<br />'''Étymologie:''' [[γάμος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.<br />'''Étymologie:''' [[γάμος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰμῐκός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> de cosas y abstr.<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la boda]], [[nupcial]] ὑμέναιον Pherecr.205, μέλη Phryn.<i>PS</i> 58, ὕμνον Ath.130a, Porph.<i>Marc</i>.2, χλανίς Ar.<i>Au</i>.1693, στολή Chares 4, δεῖπνα Plu.2.666d, συμπόσιον Ath.188b, κλίνη ... γ. cama nupcial</i> Poll.3.143, χρῖσμα Philostr.<i>VA</i> 3.1, [[διασκευή]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.180.10, γαμικὰ ... ἀναλώματα gastos de boda</i>, <i>PLond</i>.1708.99 (VI d.C.), ἕδνα <i>PFlor</i>.294.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γαμικά [[la boda]], [[las ceremonias nupciales]] καὶ νῦν ἔτι ... πρό τε γαμικῶν ... νόμιζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι Th.2.15, πολλὰ τῶν γαμικῶν ... δρᾶται διὰ γυναικῶν Plu.2.667b, τὰ γαμικὰ πάνθ' ἡμῖν καταδείξασα D.C.56.5.5, cf. Philostr.<i>Gym</i>.27.<br /><b class="num">2</b> [[relativo al matrimonio]], [[matrimonial]] γαμικοὶ δὲ νόμοι leyes que regulan el matrimonio</i> Pl.<i>Lg</i>.721a, τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν relación sexual matrimonial</i> Arist.<i>Pol</i>.1334<sup>b</sup>32, κλῆρος Vett.Val.113.6, συμβιώσεις Vett.Val.387.13, πολλὰ εἰποῦσα ἐλεεινὰ καὶ γαμικά diciendo (Políxena a Aquiles) muchas palabras tristes y propias de una esposa</i> Philostr.<i>Her</i>.65.8, ὁ ἓξ ... γ. τυγχάνων resultando ser el seis el número conyugal</i> (cf. γάμος III) Aristid.Quint.124.19, τ υπογράφος γ. certificado de matrimonio</i>, <i>IEphesos</i> 14.32 (I a.C.), γραφαὶ γαμικαί contrato matrimonial</i>, <i>PStras</i>.inv.87re.3.1 (II d.C.) en <i>AfP</i> 4.1908.133, συμβόλαιον D.C.79.6.3, Hsch.s.u. συνάλλαγμα, cf. Mitteis <i>Chr</i>.372.6.21 (II d.C.), συγγραφή <i>CPR</i> 1.188.25, <i>POxy</i>.237.8 (ambas II d.C.), <i>PMasp</i>.6ue.118 (VI d.C.) en <i>BL</i> 1.101, ἕδνα <i>PFlor</i>.294.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. γ. [[compromiso formal de matrimonio]] op. [[ἄγραφος]] γάμος: γ. γέγονεν <i>POxy</i>.903.17 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>γαμικά [[asuntos matrimoniales]] Th.6.6, Arist.<i>Pol</i>.1304<sup>a</sup>14.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[en edad de casarse]], [[núbil]] Εὐλάλιος, γ. μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις <i>GVI</i> 1325.7 (Chipre II/III d.C.), cf. <i>IG</i> 14.496 (Catania).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[como en una boda]] ἐρανιστὰς γ. ἑστιῶν Arist.<i>EN</i> 1123<sup>a</sup>22.<br /><b class="num">2</b> [[como esposos]], [[maritalmente]] συμβιωτεύειν ... γ. Cyr.Al.M.76.820B.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμικός Medium diacritics: γαμικός Low diacritics: γαμικός Capitals: ΓΑΜΙΚΟΣ
Transliteration A: gamikós Transliteration B: gamikos Transliteration C: gamikos Beta Code: gamiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for marriage, νόμοι Pl.Lg.721a; γ. ὁμιλία connubial intercourse, Arist.Pol.1334b32; γ. ὑμέναιος Pherecr. 12 D.; γ. ὕμνος a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2; συγγραφή POxy.1473.25 (iii A. D.); τὰ γ. bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. -κῶς ἑστιᾶν feast as at a wedding, Id.EN1123a22.    2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.).    II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 (Cyprus): pr. n. in IG14.496.

German (Pape)

[Seite 473] 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

γαμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. ὁμιλία, ἡ σαρκικὴ μῖξις, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. ὕμνος, γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ γάμος, Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.
Étymologie: γάμος.

Spanish (DGE)

(γᾰμῐκός) -ή, -όν
I de cosas y abstr.
1 relativo a la boda, nupcial ὑμέναιον Pherecr.205, μέλη Phryn.PS 58, ὕμνον Ath.130a, Porph.Marc.2, χλανίς Ar.Au.1693, στολή Chares 4, δεῖπνα Plu.2.666d, συμπόσιον Ath.188b, κλίνη ... γ. cama nupcial Poll.3.143, χρῖσμα Philostr.VA 3.1, διασκευή Gr.Nyss.Hom.in Cant.180.10, γαμικὰ ... ἀναλώματα gastos de boda, PLond.1708.99 (VI d.C.), ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
subst. τὰ γαμικά la boda, las ceremonias nupciales καὶ νῦν ἔτι ... πρό τε γαμικῶν ... νόμιζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι Th.2.15, πολλὰ τῶν γαμικῶν ... δρᾶται διὰ γυναικῶν Plu.2.667b, τὰ γαμικὰ πάνθ' ἡμῖν καταδείξασα D.C.56.5.5, cf. Philostr.Gym.27.
2 relativo al matrimonio, matrimonial γαμικοὶ δὲ νόμοι leyes que regulan el matrimonio Pl.Lg.721a, τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν relación sexual matrimonial Arist.Pol.1334b32, κλῆρος Vett.Val.113.6, συμβιώσεις Vett.Val.387.13, πολλὰ εἰποῦσα ἐλεεινὰ καὶ γαμικά diciendo (Políxena a Aquiles) muchas palabras tristes y propias de una esposa Philostr.Her.65.8, ὁ ἓξ ... γ. τυγχάνων resultando ser el seis el número conyugal (cf. γάμος III) Aristid.Quint.124.19, τ υπογράφος γ. certificado de matrimonio, IEphesos 14.32 (I a.C.), γραφαὶ γαμικαί contrato matrimonial, PStras.inv.87re.3.1 (II d.C.) en AfP 4.1908.133, συμβόλαιον D.C.79.6.3, Hsch.s.u. συνάλλαγμα, cf. Mitteis Chr.372.6.21 (II d.C.), συγγραφή CPR 1.188.25, POxy.237.8 (ambas II d.C.), PMasp.6ue.118 (VI d.C.) en BL 1.101, ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
neutr. subst. γ. compromiso formal de matrimonio op. ἄγραφος γάμος: γ. γέγονεν POxy.903.17 (IV d.C.)
γαμικά asuntos matrimoniales Th.6.6, Arist.Pol.1304a14.
II de pers. en edad de casarse, núbil Εὐλάλιος, γ. μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις GVI 1325.7 (Chipre II/III d.C.), cf. IG 14.496 (Catania).
III adv. -ῶς
1 como en una boda ἐρανιστὰς γ. ἑστιῶν Arist.EN 1123a22.
2 como esposos, maritalmente συμβιωτεύειν ... γ. Cyr.Al.M.76.820B.