διαπείρω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire passer en perçant ; [[τί]] τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πείρω]]. | |btext=faire passer en perçant ; [[τί]] τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πείρω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atravesar de parte a parte]] c. gen. de lo atravesado διὰ δ' [[αὐτοῦ]] πεῖρεν ὀδόντων le atravesó los dientes</i>, <i>Il</i>.16.405, c. ac. de la cosa atravesada y frec. dat. instrum. βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.<i>Art</i>.14, ἥλῳ τὰ στελέχη <i>Gp</i>.5.36.3, τὰ κάρφη dicho de un blanco hecho de varillas, Luc.<i>Herm</i>.33, sólo c. dat. κοντῷ διαπείρας Alciphr.2.34.2, en v. pas. διαπεπαρμένη ἥλοις Plu.2.567f, περονηθέντα τοῖς ἥλοις καὶ διαπαρέντα τῇ λόγχῃ de Cristo, Gr.Nyss.<i>Thphl</i>.128.8, ἀπέθανε ... ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶς Ath.Al.M.26.1252A, c. ac. de rel. Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ... διαπαρέντος Plu.2.331b, τρίγλης πλευρᾷ διαπαρεὶς τὸ μετάφρενον Luc.<i>VH</i> 1.38, ὁ λάβραξ ... τὸν ... λαιμὸν διαπαρείς Luc.<i>Merc.Cond</i>.24, τὴν χεῖρα διαπαρείς I.<i>AI</i> 10.7.<br /><b class="num">2</b> c. ac. del instrumento [[pasar]], [[clavar de lado a lado]] σφυρῶν κέντρα E.<i>Ph</i>.26, ὀβελούς Iambl.<i>Myst</i>.3.4.<br /><b class="num">3</b> en v. med.-pas. [[internarse]], [[introducirse]] τούτων γὰρ διαπειρομένων τῇ σαρκί de los nervios y tendones en la carne, Gal.8.74. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A drive through, σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, cf.Il.16.405(tm.); δ. ὀβελούς Iamb.Myst.3.4. 2 pierce, transfix, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp. 5.36.3; βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14; λίνῳ Dsc.2.61:—Pass., διαπεπαρμένος ἥλοις Plu.2.567f; τὴν χεῖρα διαπᾰρείς J.AJ10.1.2; to be interpenetrated, of muscle and flesh, Gal.8.74.
German (Pape)
[Seite 594] durchbohren; als tmesis rechnen Einige hierher Il. 16, 405 διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων; σφυρῶν κέντρα διαπείρας μέσον Eur. Phoen. 26; τὴν γλῶτταν βελόναις Plut. Artax. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαπείρω: διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.
French (Bailly abrégé)
faire passer en perçant ; τί τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.
Étymologie: διά, πείρω.
Spanish (DGE)
1 atravesar de parte a parte c. gen. de lo atravesado διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων le atravesó los dientes, Il.16.405, c. ac. de la cosa atravesada y frec. dat. instrum. βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp.5.36.3, τὰ κάρφη dicho de un blanco hecho de varillas, Luc.Herm.33, sólo c. dat. κοντῷ διαπείρας Alciphr.2.34.2, en v. pas. διαπεπαρμένη ἥλοις Plu.2.567f, περονηθέντα τοῖς ἥλοις καὶ διαπαρέντα τῇ λόγχῃ de Cristo, Gr.Nyss.Thphl.128.8, ἀπέθανε ... ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶς Ath.Al.M.26.1252A, c. ac. de rel. Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ... διαπαρέντος Plu.2.331b, τρίγλης πλευρᾷ διαπαρεὶς τὸ μετάφρενον Luc.VH 1.38, ὁ λάβραξ ... τὸν ... λαιμὸν διαπαρείς Luc.Merc.Cond.24, τὴν χεῖρα διαπαρείς I.AI 10.7.
2 c. ac. del instrumento pasar, clavar de lado a lado σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, ὀβελούς Iambl.Myst.3.4.
3 en v. med.-pas. internarse, introducirse τούτων γὰρ διαπειρομένων τῇ σαρκί de los nervios y tendones en la carne, Gal.8.74.