διαρραχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(6_1)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρᾰχίζω''': [[διασχίζω]], [[διαχωρίζω]], [[κόπτω]], [[κατακόπτω]], Εὔβουλ. Αὐγ. 1.
|lstext='''διαρρᾰχίζω''': [[διασχίζω]], [[διαχωρίζω]], [[κόπτω]], [[κατακόπτω]], Εὔβουλ. Αὐγ. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διαρρᾰχίζω)<br />[[cortar]], [[trinchar]] en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρᾰχίζω Medium diacritics: διαρραχίζω Low diacritics: διαρραχίζω Capitals: ΔΙΑΡΡΑΧΙΖΩ
Transliteration A: diarrachízō Transliteration B: diarrachizō Transliteration C: diarrachizo Beta Code: diarraxi/zw

English (LSJ)

   A carve, Eub.15.4 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.

Spanish (DGE)

(διαρρᾰχίζω)
cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.