δισυλλαβία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_10) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δισυλλαβία''': ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ. | |lstext='''δισυλλαβία''': ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λλαβεία Theognost.<i>Can</i>.p.119.4<br />[[disilabismo]] Theognost.l.c., Sch.D.T.270.21, Sch.Er.<i>Il</i>.16.57c, <i>An.Ox</i>.3.320. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pair of syllables, καταληκτικὸν εἰς δ. Sch.Ar.Av.904, etc.
Greek (Liddell-Scott)
δισυλλαβία: ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -λλαβεία Theognost.Can.p.119.4
disilabismo Theognost.l.c., Sch.D.T.270.21, Sch.Er.Il.16.57c, An.Ox.3.320.