δουλευτέον: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_20) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δουλευτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] [[δοῦλος]], Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ | |lstext='''δουλευτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] [[δοῦλος]], Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que ser esclavo]], [[hay que servir]] ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.<i>Ph</i>.395, cf. Plu.<i>Demetr</i>.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.<i>Ba</i>.366, τῷ σώματι Basil.<i>Gent</i>.9.<br /><b class="num">2</b> c. ac. y dat. agente [[hay que esclavizar]] οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos</i> Isoc.9.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
A one must be a slave, τινί E.Ph.395, Ba.366; οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7.
Greek (Liddell-Scott)
δουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι δοῦλος, Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ
Spanish (DGE)
1 hay que ser esclavo, hay que servir ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.Ph.395, cf. Plu.Demetr.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.Ba.366, τῷ σώματι Basil.Gent.9.
2 c. ac. y dat. agente hay que esclavizar οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos Isoc.9.7.