δρώπτω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_1) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρώπτω''': [[διακόπτω]] ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. [[δράω]], δρῶ (Β). | |lstext='''δρώπτω''': [[διακόπτω]] ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. [[δράω]], δρῶ (Β). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[examinar]] A.<i>Fr</i>.278, cf. [[δρωπάζω]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud.: ¿cruce de [[δέρκομαι]] y ὄπωπα? ¿Deriv. de [[δρώψ]]? | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
A = διακόπτω ἢ διασκοπῶ, A.Fr.278.
German (Pape)
[Seite 670] (δρέπω), = διακόπ τω, Aesch. frg. 259.
Greek (Liddell-Scott)
δρώπτω: διακόπτω ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. δράω, δρῶ (Β).
Spanish (DGE)
examinar A.Fr.278, cf. δρωπάζω.
• Etimología: Dud.: ¿cruce de δέρκομαι y ὄπωπα? ¿Deriv. de δρώψ?