abominable: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(CSV2) |
(1) |
||
Line 3: | Line 3: | ||
See [[hateful]]. | See [[hateful]]. | ||
}} | |||
{{esel | |||
|sltx=[[ἀπεύχετος]], [[βδελυρώδης]], [[ἀπότρεπτος]], [[ἀπότροπος]], [[ἀλιταίνω]], [[ἀθεμιτουργία]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἄζηλος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἀθέμιστος]], [[βδελυκτός]], [[βδελύκτροπος]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]], [[ἁγής]], [[ἅγιος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 22 August 2017
English > Greek (Woodhouse)
adj.
See hateful.
Spanish > Greek
ἀπεύχετος, βδελυρώδης, ἀπότρεπτος, ἀπότροπος, ἀλιταίνω, ἀθεμιτουργία, ἀναίσχυντος, ἀπόπτυστος, ἀλιτηριώδης, ἄζηλος, ἀπόρρητος, ἀθέμιστος, βδελυκτός, βδελύκτροπος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἁγής, ἅγιος