κατατετραίνω: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_9) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατετραίνω''': ἢ κατατιτραίνω καὶ κατατετράω: μέλλ. κατατρήσω·― διατρυπῶ, κατατρυπῶ, κατέτρησα τὴν σάρκα Πλούτ. 2. 686C, κατ’ ἀόρ. α'.― Παθ. κατατετρημένος, [[πλήρης]] ὀπῶν, [[οἷον]] ὁ [[σπόγγος]], κατατετρημέναι σήραγγες Πλάτ. Τίμ. 70C, πρβλ. Στράβ. 702· ὁ [[πλεύμων]] πόροις κατατέτρηται Πλούτ. 2. 699Α. | |lstext='''κατατετραίνω''': ἢ κατατιτραίνω καὶ κατατετράω: μέλλ. κατατρήσω·― διατρυπῶ, κατατρυπῶ, κατέτρησα τὴν σάρκα Πλούτ. 2. 686C, κατ’ ἀόρ. α'.― Παθ. κατατετρημένος, [[πλήρης]] ὀπῶν, [[οἷον]] ὁ [[σπόγγος]], κατατετρημέναι σήραγγες Πλάτ. Τίμ. 70C, πρβλ. Στράβ. 702· ὁ [[πλεύμων]] πόροις κατατέτρηται Πλούτ. 2. 699Α. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[atravesar]], [[perforar]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
found as pres. only in the form κατα-τιτράω Gal.11.402: aor. 1 -έτρησα Plu.2.689c:—
A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in pf. Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti.70c, cf. Str.15.1.36; ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a.
Greek (Liddell-Scott)
κατατετραίνω: ἢ κατατιτραίνω καὶ κατατετράω: μέλλ. κατατρήσω·― διατρυπῶ, κατατρυπῶ, κατέτρησα τὴν σάρκα Πλούτ. 2. 686C, κατ’ ἀόρ. α'.― Παθ. κατατετρημένος, πλήρης ὀπῶν, οἷον ὁ σπόγγος, κατατετρημέναι σήραγγες Πλάτ. Τίμ. 70C, πρβλ. Στράβ. 702· ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Πλούτ. 2. 699Α.