κάρπασος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_9) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρπᾰσος''': ἡ, [[μετὰ]] ἑτεροκλ. πληθ. κάρπασα, Ἰακωψ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 577· κάρπασον, τό, Ὀρφ. Ἀργ. 925:- [[εἶδος]] λεπτοῦ λίνου φυομένου ἐν Ἰσπανίᾳ, Λατ. carbasus, Διον. Ἁλ. 2. 68, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· - (ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] παράγεται ἐκ τοῦ Σανσκρ. kàrpâsa, δηλ. [[βάμβαξ]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι οὗ ὁ ὀπὸς «ποθεὶς [[κάρον]] ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξὺν» Διοσκ. περὶ Δηλητηρ. Φαρμακ. 13· - ὑπὸ Γαλην. καλεῖται [[ὀποκάρπασον]], ὑπὸ δὲ τοὺ Πλιν. Η. Ν. 32. 20 sucus carpathi. | |lstext='''κάρπᾰσος''': ἡ, [[μετὰ]] ἑτεροκλ. πληθ. κάρπασα, Ἰακωψ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 577· κάρπασον, τό, Ὀρφ. Ἀργ. 925:- [[εἶδος]] λεπτοῦ λίνου φυομένου ἐν Ἰσπανίᾳ, Λατ. carbasus, Διον. Ἁλ. 2. 68, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· - (ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] παράγεται ἐκ τοῦ Σανσκρ. kàrpâsa, δηλ. [[βάμβαξ]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι οὗ ὁ ὀπὸς «ποθεὶς [[κάρον]] ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξὺν» Διοσκ. περὶ Δηλητηρ. Φαρμακ. 13· - ὑπὸ Γαλην. καλεῖται [[ὀποκάρπασον]], ὑπὸ δὲ τοὺ Πλιν. Η. Ν. 32. 20 sucus carpathi. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[lino]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 22 August 2017
English (LSJ)
ἡ, with heterocl. pl. κάρπασα, AP9.415.6 (Antiphil., with play on the meanings 'sails' and 'clothes'); also κάλπᾰσος (q.v.):—
A flax, Linum usitatissimum (or perh.L. angustifolium), D.H. 2.68, Sch.Ar.Lys.736. 2 cotton, Peripl.M.Rubr.41 (cf. Skt.karpāsas). II κάρπασον, τό, white hellebore, Veratrum album, Orph. A.922; ὀπὸς καρπάσου Archig. ap. Gal.12.445, Dsc.Alex.13; sucus carpathi, Plin.HN32.58; cf. ὀποκάρπασον, καρπησία.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ (karpâsa im sanscr. Baumwolle), – 1) eine Art seiner Flachs; Schol. Ar. Lys. 736; D. Hal. 2, 68 u. Suid. v. ἀμοργίς; Mützell Curt. 8, 31. Einen plur. κάρπασα bildet Antiphil. 1 (IX, 415). – 2) bei den Medic. ein Gewächs mit giftigem Safte.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπᾰσος: ἡ, μετὰ ἑτεροκλ. πληθ. κάρπασα, Ἰακωψ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 577· κάρπασον, τό, Ὀρφ. Ἀργ. 925:- εἶδος λεπτοῦ λίνου φυομένου ἐν Ἰσπανίᾳ, Λατ. carbasus, Διον. Ἁλ. 2. 68, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· - (ἀλλὰ τὸ ὄνομα παράγεται ἐκ τοῦ Σανσκρ. kàrpâsa, δηλ. βάμβαξ). ΙΙ. φυτόν τι οὗ ὁ ὀπὸς «ποθεὶς κάρον ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξὺν» Διοσκ. περὶ Δηλητηρ. Φαρμακ. 13· - ὑπὸ Γαλην. καλεῖται ὀποκάρπασον, ὑπὸ δὲ τοὺ Πλιν. Η. Ν. 32. 20 sucus carpathi.