σκελετός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(Bailly1_4)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />desséché ; τὸ σκελετόν ([[σῶμα]]) momie ; ὁ [[σκελετός]] squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
|btext=ή, όν :<br />desséché ; τὸ σκελετόν ([[σῶμα]]) momie ; ὁ [[σκελετός]] squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[esqueleto]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετός Medium diacritics: σκελετός Low diacritics: σκελετός Capitals: ΣΚΕΛΕΤΟΣ
Transliteration A: skeletós Transliteration B: skeletos Transliteration C: skeletos Beta Code: skeleto/s

English (LSJ)

ή, όν, (σκέλλω)

   A dried up, withered, Κινησίας σ., ἄπυγος Pl.Com.184.3; σ. δάκος Nic. Th.696.    II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος . . Μουσῶν σ. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ σ. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.); κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75.    2 skeleton, Phld. Mort.30, Gal.2.221,222,734, al.    III v. σκελετά.

German (Pape)

[Seite 891] ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετός: -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, σκέλλω) ὁ ἀπεξηραμμένος, κατάξηρος, Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. δάκος Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. σῶμα), τό, ἀπεξηραμμένον σῶμα, «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· ὡσαύτως ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος αὐτόθι 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «σκελετός», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
desséché ; τὸ σκελετόν (σῶμα) momie ; ὁ σκελετός squelette.
Étymologie: σκέλλω.

Spanish

esqueleto