πρωτοφυής: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_8) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτοφυής''': -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, [[πρωτότυπος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851. | |lstext='''πρωτοφυής''': -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, [[πρωτότυπος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[primer engendrado]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
ές,
A first-produced, first-born, A.R.3.851.
German (Pape)
[Seite 807] ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοφυής: -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, πρωτότυπος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851.