ὀρεινός: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert de montagnes, montagneux;<br /><b>2</b> qui croît, habite <i>ou</i> se trouve dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert de montagnes, montagneux;<br /><b>2</b> qui croît, habite <i>ou</i> se trouve dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ὄρος]]; [[mountainous]], i.e. ([[feminine]] by [[implication]], of [[χώρα]]) the Highlands (of Judæa): [[hill]] [[country]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 25 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ὄρος)
A mountainous, hilly, χώρη Hdt.1.110, cf. 2.34 ; opp. πεδινός, X.Cyr.1.6.43 ; opp. πεδιάς, J.BJ3.3.4 ; ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Arist.Mete.351a3 ; ἡ ὀρεινή hill-country, Id.HA556a4, al. II of or from the mountains, dwelling on the mountains, οἱ ὀ. Θρᾶκες Th.2.96, X.An.7.4.11 ; of birds, Arist.HA592b19 ; of plants, Thphr.HP6.8.3 ; τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀ. his wild and mountain nature, Pl.Cra.394e : metaph., ὀ. ἱμάτιον, = ἄκναπτον, Com.Adesp. 328. III in Egypt, belonging to the edge of the desert, esp. as epith. of canals, PTeb.61(b).160, al. (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 371] bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; ὁδός, im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιθον γήδιον, Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von ἥμερος, Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιθαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινός: -ή, -όν, (ὄρος) πλήρης, ὀρέων, βουνώδης, χώρη Ἡρόδ. 1. 110., 2. 34· ἀντίθετον τῷ πεδινός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 25· ἡ ὀρεινή, ἡ πλήρης ὀρέων χώρα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὄρη ἢ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, οἱ ὀρ. Θρᾷκες Θουκ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 11· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερος, ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3· τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀρ., ἡ ἀγρία καὶ ὀρεινὴ φύσις του, Πλάτ. Κρατ. 394Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert de montagnes, montagneux;
2 qui croît, habite ou se trouve dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος.
English (Strong)
from ὄρος; mountainous, i.e. (feminine by implication, of χώρα) the Highlands (of Judæa): hill country.