Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλυαρέω: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dire des sornettes, bavarder à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύαρος]].
|btext=-ῶ :<br />dire des sornettes, bavarder à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύαρος]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[φλύαρος]]; to be a [[babbler]] or [[trifler]], i.e. (by [[implication]]) to berate [[idly]] or [[mischievously]]: [[prate]] [[against]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠᾱρέω Medium diacritics: φλυαρέω Low diacritics: φλυαρέω Capitals: ΦΛΥΑΡΕΩ
Transliteration A: phlyaréō Transliteration B: phlyareō Transliteration C: flyareo Beta Code: fluare/w

English (LSJ)

Ion. φλῠηρέω:—

   A talk nonsense, play the fool, ταῦτα λέγουσι φλυηρέοντες Hdt.2.131, cf.7.104, Ar.Eq.545 (anap.), V.85, Pl. 360, 575 (anap.); παῦσαι φλυαρῶν Philem.213.1 (troch.); φλυαρεῖς πρός με Men.Pk.146; οὐ φλυαρῶ (parenthetically) 'no joke', 'seriously', ib.153: c. acc. cogn., φάσκοντα . . ἀεροβατεῖν καὶ ἄλλην πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Pl.Ap.19c; πολλὰ φλυηρέεις Hdt.7.103; ταῦτα φ. Isoc.5.75; τοιαῦτα Pl.R.337b; ἄφες ἂ φλυαρεῖς ταῦτα Men.Sam.313. c. part., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων Ar.Ra.202; φλυαρεῖς ἔχων Pl.Grg. 490e; ἔχων φ. Id.Euthd.295c; Αἰσχύλος φ. φάσκων Id.Smp.180a; Δερκυλίδας φ. διατρίβων X.HG3.1.18.    II trans., prate against, ἡμᾶς 3 Ep.Jo.10:—Pass., φλυαρηθέντες καὶ κατακερτομηθέντες Ph.2.599; to be made a fool of, D.L.7.173.

German (Pape)

[Seite 1293] ion. φλυηρέω, unnützes Zeug schwatzen, Possen reden; Her. 7, 103. 104; Ar. Equ. 543 Th. 559 u. öfter; Plat. Rep. I, 337 b; φλυαρίαν Apol. 19 c; auch übh. Possen treiben, Xen. Cyr. 1, 4,11; φλυαρεῖς ἔχων, s. ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρέω: Ἰων. φλυηρέω· ― ὡς καὶ νῦν, λέγω ἀνοησίας, μωρολογῶ, λέγω ὅ,τι φθάσω, ληρῶ, Λατ. nugari, ταῦτα λέγουσι φλυηρέοντες Ἡρόδ. 2. 131, πρβλ. 7. 104· συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς, οἷον Ἀριστοφ. Ἱππ. 543, Σφ. 85, Πλ. 360, 575 παῦσαι φλυαρῶν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1· ― μετὰ συστοίχου αἰτ., φάσκοντα... ἀεροβατεῖν καὶ ἄλλην πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Πλάτ. Ἀπολ. 19C· πολλὰ φλυηρέεις Ἡρόδ. 7. 103· ταῦτα φλ. Ἰσοκρ. 97Α· τοιαῦτα Πλάτ. Πολ. 337Β, κλπ.· ― μετὰ μετοχ., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων; (ἴδε ἔχω Β. IV. 2) Ἀριστοφ. Βάτρ. 202· φλυαρεῖς ἔχων Πλάτ. Γοργ. 490Ε· ἔχων φλ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 295C· Αἰσχύλος φλ. φάσκων ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 103Α· Δερκυλίδας φλ. διατρίβων Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· ― ὁ Διογ. Λαέρτ. 7. 173, .ἔχει τὸν παθ. τύπον ἐπὶ τῆς σημασίας ἐμπαίζομαι, τὸν μὲν Διόνυσον καὶ τὸν Ἡρακλέα φλυαρουμένους ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ ὀργίζεσθαι, αὐτὸν δὲ κλπ., πρβλ. φλυαρία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dire des sornettes, bavarder à tort et à travers.
Étymologie: φλύαρος.

English (Strong)

from φλύαρος; to be a babbler or trifler, i.e. (by implication) to berate idly or mischievously: prate against.