ᾠοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(6_17)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ᾠοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· [[ἀγέλη]] ᾠοτ., [[πλῆθος]] ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''ᾠοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· [[ἀγέλη]] ᾠοτ., [[πλῆθος]] ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ᾠοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωοτόκα</i><br />ζώα που αναπαράγονται με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀγέλη]] [[ᾠοτόκος]]» — [[πλήθος]] πτηνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τερατο</i>-[[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοτόκος Medium diacritics: ᾠοτόκος Low diacritics: ωοτόκος Capitals: ΩΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: ōiotókos Transliteration B: ōotokos Transliteration C: ootokos Beta Code: w)|o/tokos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A oviparous, Arist.GA719a6, al.; of fish, Id.HA539a12, al.; ὄφιες Nic.Th.136; ἀγέλη ᾠ. poultry, AP9.286 (Marc.Arg.); τὰ ᾠ., opp. τὰ ζωοτόκα, Arist.HA489a34.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· ἀγέλη ᾠοτ., πλῆθος ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / ᾠοτόκος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
1. (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοτόκα
ζώα που αναπαράγονται με ωοτοκία
αρχ.
φρ. «ἀγέλη ᾠοτόκος» — πλήθος πτηνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατο-τόκος.