ὠτοκάταξις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(Bailly1_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[κατάγνυμι]].
|btext=ιος (ὁ) :<br />athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[κατάγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-άξιδος, ὁ, Α<br />(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]» <span style="color: red;">+</span> [[κάταξις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατάγνυμι]] «[[συντρίβω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτοκάταξις Medium diacritics: ὠτοκάταξις Low diacritics: ωτοκάταξις Capitals: ΩΤΟΚΑΤΑΞΙΣ
Transliteration A: ōtokátaxis Transliteration B: ōtokataxis Transliteration C: otokataksis Beta Code: w)toka/tacis

English (LSJ)

ιδος, ὁ,

   A a boxer with thick or 'cauliflower' ears, Ar.Fr.98, cf. Poll.2.83, EM826.28, Suid. (ὠτοκαταξίας is f.l. in Poll.4.144).

Greek (Liddell-Scott)

ὠτοκάταξις: -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «ὠτοκάταξις κατὰ Αἰλ. ο Διονύσιον, ὠτοθλαδίας, τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., Πολυδ. Β΄, 83 (ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ὠτοκαταξίας ἐν Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 628)· ὅρα καὶ Πλάτ. Πρωτ. 312Α, Θεόκρ. 22. 45, Marti-l. 7. 32, Tertull Spect. 23, κατάγνυμι ΙΙ, Winckelm. 5. 5, 30 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.
Étymologie: οὖς, κατάγνυμι.

Greek Monolingual

-άξιδος, ὁ, Α
(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. -ις, -ιδος].