ἁλιφροσύνη
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, A = ἱκανὴ φρόνησις (from ἅλις, φρήν), Hsch:—Adj. ἁλίφρονες, Naumach. ap. Stob.4.31.76.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιφροσύνη: ἡ, ἱκανή φρόνησις (ἐκ τοῦ ἅλις καὶ φρήν), Ἡσύχ., ἐπίθ. ἁλίφρονες, Ναυμάχ. 63· ― ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἐσφαλμένη γραφὴ ἀντὶ χαλιφροσύνη, χαλίφρονες.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
vanidad, arrogancia, suficiencia νόσφιν ἁλιφροσύνης Dioscorus 7.18, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἁλιφροσύνη, η (Α) ἁλίφρων
κατά Ησύχ. «ἱκανὴ φρόνησις».