άθικτος

From LSJ
Revision as of 20:39, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἄθικτος, -ον)
παθητ.
1. αυτός που δεν τον άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος
2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος
3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή
νεοελλ.
1. αμεταχείριστος, καινούργιος
2. (με ηθική σημ.) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν
αρχ.
1. αδιάφθορος, αδωροδόκητος
2. αυτός που δεν πρέπει να τον αγγίξει κανείς, ο ιερός
3. αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θικτός, θ. θιγ- (πρβλ. -θίγ-ην) του θιγγάνω.