αλίφρων
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
ἁλίφρων (-ονος), ο, η (Α)
αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλις «αρκετά» + -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη.