ἀλεία
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ, (ἄλη)
A wandering about, AB376, Hsch.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
viaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλεία
v. ἀλείατα.
Greek Monolingual
ἁλεία, η (Α)
η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].
Greek Monolingual
η ἁλεία
η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά.