ἄχωρος

From LSJ
Revision as of 16:43, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρος Medium diacritics: ἄχωρος Low diacritics: άχωρος Capitals: ΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: áchōros Transliteration B: achōros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xwros

English (LSJ)

ον,    A without resting-place, homeless, Ael.Fr.77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα Tab.Defix.97.11, cf. 96.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρος: -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς ταῦτα δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).

Spanish (DGE)

-ον
en maldiciones que no encuentra un lugar, sin asiento fijo, errante de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.Fr.77, cf. Hsch.
tb. de cosas fuera de lugar, inconveniente de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) IG 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα IG 3(3).96.17.

Greek Monolingual

ἄχωρος, -ον (Α) χώρος
ο άστεγος.