ἀντιβάδην
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A going against, opposite, ἀ. ὠθεῖν Plu.2.381a.
German (Pape)
[Seite 250] rückwärtsgehend, Plut. Is. et Os. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., διὰ βαδίσματος ἐναντίον τινὸς πράγματος ἐξ ἀντιθέτου, ἀντιβάδην ὠθεῖν Πλούτ. 2. 381Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
en résistant.
Étymologie: ἀντιβαίνω, -δην.
Spanish (DGE)
adv. en sentido contrario ἀ. ὠθοῦντες Plu.2.381a.
Greek Monolingual
ἀντιβάδην επίρρ. (Α)
με βάδισμα εναντίον κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβάδην: adv. в обратном направлении, назад (ὠθεῖν Plut.).