αθλούμαι

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, -έω)
νεοελλ.
γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό
μσν.
αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση του χριστιανισμού
αρχ.
1. αγωνίζομαι σε μάχη
2. είμαι αθλητής, αγωνίζομαι για βραβείο
3. μοχθώ, κοπιάζω, διεξάγω αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἆθλος.