γλίσχρασμα
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
English (LSJ)
ατος, τό,
A gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρασμα: τό, γλοιῶδες κόλλημα, Ἱππ. Ὀξ. 385.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 substancia espesa o viscosa resultante de la cocción de diversas plantas, gluten de la cebada, Hp.Acut.10, Gal.6.823, de la malva, Aret.CA 1.1.7, τῆλις ... ἑψηθεῖσα ... ἕως γλισχράσματος alholva cocida hasta (obtener) el mucílago Dsc.Eup.1.1.
2 mocos del bebé δακτύλοις ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶν γ. Sor.2.6.78.
Greek Monolingual
το (Α γλίσχρασμα) γλισχραίνομαι
παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλίσχρασμα -ατος, τό γλισχραίνομαι kleverigheid. Hp. Acut. 10.